- στρωματιά
- η, Νστρωμνή για ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρώμα, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. ρεματ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρωμάτιον — τὸ, Α [στρῶμα, ώματος] 1. υποκορ. στρωματάκι 2. στον πληθ. τὰ στρωμάτια σκεπάσματα κλίνης … Dictionary of Greek
στρωμνή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α 1. στρωμένη κλίνη 2. κλίνη, ανάκλιντρο 3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα νεοελλ. παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω… … Dictionary of Greek